- υάγχη
- η / ὑάγχη, ΝΑνόσος τού λαιμού τών χοίρων και, ειδικότερα, φλεγμονή τού βλεννογόνου τού οπίσθιου τμήματος τού στόματος και τού λάρυγγααρχ.(γενικά) οξύς πόνος τού λαιμού, κυνάγχη.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὗς «χοίρος» + -άγχη (< ἄγχω), πρβλ. κυν-άγχη, χοιρ-άγχη].
Dictionary of Greek. 2013.